περαία

περαία
περαίᾱ , πέραιος
on the further side
fem nom/voc/acc dual
περαίᾱ , πέραιος
on the further side
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
περαίᾱ , περαίας
mullet
masc nom/voc/acc dual
περαίᾱ , περαίας
mullet
masc voc sg (attic)
περαίᾱ , περαίας
mullet
masc gen sg (doric aeolic)
περαίᾱ , περαίη
fem nom/voc/acc dual
περαίᾱ , περαίη
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
περαί̱ᾱ , περαῖος
fem nom/voc/acc dual
περαί̱ᾱ , περαῖος
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περαίᾳ — περαίᾱͅ , πέραιος on the further side fem dat sg (attic doric aeolic) περαίᾱͅ , περαίας mullet masc dat sg (attic doric aeolic) περαίᾱͅ , περαίη fem dat sg (attic doric aeolic) περαί̱ᾱͅ , περαῖος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περαία — Sp Perėja Ap Περαία/Peraia L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • περαία — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (... κάτ., υψόμ. 640 μ.), στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στην ανατολική όχθη της λίμνης Βεγορίτιδας, στο νοτιοδυτικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (46 τ.… …   Dictionary of Greek

  • Περαία — η η ανατολικά του Ιορδάνη ποταμού περιοχή της Παλαιστίνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέραια — πέραιος on the further side neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περαίας — περαίᾱς , πέραιος on the further side fem acc pl περαίᾱς , πέραιος on the further side fem gen sg (attic doric aeolic) περαίᾱς , περαίας mullet masc acc pl περαίᾱς , περαίας mullet masc nom sg (attic epic doric aeolic) περαίᾱς , περαίη fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περαίαι — περαίᾱͅ , πέραιος on the further side fem dat sg (attic doric aeolic) περαίᾱͅ , περαίας mullet masc dat sg (attic doric aeolic) περαίᾱͅ , περαίη fem dat sg (attic doric aeolic) περαί̱ᾱͅ , περαῖος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περαίαν — περαίᾱν , πέραιος on the further side fem acc sg (attic doric aeolic) περαίᾱν , περαίας mullet masc acc sg (attic epic doric aeolic) περαίᾱν , περαίη fem acc sg (attic doric aeolic) περαί̱ᾱν , περαῖος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περαίος — αία, ον, θηλ. ιων. τ. περαίη Α 1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά ή στην απέναντι όχθη θάλασσας ή ποταμού, ο αντικρινός («περαία ἤπειρος», Απολλ. Ρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περαία (ενν. γη, χώρα) α) χώρα που βρίσκεται στην απέναντι όχθη… …   Dictionary of Greek

  • ПЕРЕЯ —    • Peraea,          Περαία, название многих стран, лежащих на противоположной стороне водного пространства:        1. η̉ περαία τω̃ν ΄Ροδίων, южный берег Карии на протяжении 1.500 стадий по берегу моря (против острова Родоса): этим берегом уже… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”